- ξεποδαριάζω
- καταπονώ τα πόδια κάποιου υποβάλλοντάς τον σε μεγάλη πορεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + ποδάρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεποδαριάζω — ξεποδαριάζω, ξεποδάριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεποδαριάζω — ξεποδάριασα, ξεποδαριάστηκα, ξεποδαριασμένος, κουράζω κάποιον με πεζοπορία: Ξεποδαριαστήκαμε ώσπου να φτάσουμε στο χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεποδάριασμα — το [ξεποδαριάζω] μεγάλη κούραση από ποδαρόδρομο … Dictionary of Greek
ξεποδάριασμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεποδαριάζω, υπερβολική κούραση των ποδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)